- συνάλληλος
- -η, -ο, Ν(λογ.) (για έννοιες) αυτές που υπάγονται μαζί και άμεσα σε άλλη ανώτερη, υπερκείμενη έννοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. κατ-άλληλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάλληλος — η, ο (λογ.), αυτός που έχει τη σχέση της συναλληλίας με κάτι άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναλληλία — η, Ν (λογ.) η ιδιότητα τών εννοιών που είναι συνάλληλες, η αμοιβαία σχέση τους, εφόσον υπάγονται στην ίδια ανώτερη έννοια, την υπερκειμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάλληλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Λιβαδά] … Dictionary of Greek